Ο Χριστιανισμός αναγνωρίστηκε ως επίσημη θρησκεία του Βυζαντίου κατά τη βασιλεία του Θεοδόσιου.
Στις 27 Φεβρουαρίου του 380 αναγνώρισε τον Χριστιανισμό ως την επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας δηλώνοντας «επιθυμούμε όλα τα διάφορα υπήκοα έθνη [...] να ακολουθούν την Θρησκεία που παραδόθηκε στους Ρωμαίους από τον άγιο απόστολο Πέτρο» και στις 8 Νοεμβρίου του 392 έθεσε εκτός νόμου τις αρχαίες θρησκείες.
Στις 2 Μαΐου του 381 εξέδωσε το λεγόμενο «έδικτο κατά των αποστατών»με το οποίο τιμωρούσε με πλήρη στέρηση δικαιωμάτων δικαιοπραξίας όλους τους πρώην χριστιανούς που επέστρεφαν στην Εθνική Θρησκεία.
Στις 21 Δεκεμβρίου του 382 απαγόρευσε με ποινή θανάτου και δήμευση της περιουσίας των ενόχων Εθνικών (που χαρακτηρίζονται «παράφρονες» και «ιερόσυλοι»), κάθε μορφή θυσίας, μαντικής, ψαλμωδιών προς τιμή των Θεών ή τις απλές επισκέψεις σε αρχαίους Ναούς
Το 384 διέταξε την κατεδάφιση ή το σφράγισμα Εθνικών Ιερών και υπέγραψε νέα απαγόρευση των θυσιών, ενώ στις 24 Φεβρουαρίου του 391 ανανέωσε την πλήρη απαγόρευση των θυσιών, των επισκέψεων σε Εθνικούς Ναούς: «Κανείς δεν θα μολυνθεί με θυσίες και σφάγια, κανείς δεν θα πλησιάσει ή θα εισέλθει σε Ναούς, ούτε θα σηκώσει τα μάτια σε εικόνες φτιαγμένες από ανθρώπινο χέρι, διαφορετικά θα είναι ένοχος μπροστά στους ανθρώπινους και τους θεϊκούς νόμους».
Ως συνέπεια της διογκούμενης έλλειψης ανεκτικότητας, το 392 καταστράφηκε ο μεγάλος ναός του Σέραπι στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Σταμάτησαν να δίνονται επιχορηγήσεις προς τα παγανιστικά ιερατεία, ενώ αυξήθηκε η οχλοκρατική βία εναντίον των παγανιστικών ναών και ομοιωμάτων με την υποκίνηση των μοναχών
Ο οποίος Θεοδόσιος , έμεινε στην ιστορία σαν Μέγας, γιατί εκφράζοντας τον φανατισμό των πρώτων χριστιανών (μάλλον και τον δικό του) κατέστρεψε χιλιάδες γλυπτά στους Δελφούς και αλλού.Ταυτόχρονα οι φανατικοί πρώτοι χριστιανοί με φωτιά κατέστρεψαν , όχι μόνο τους ναούς, αλλά και πολύτιμες βιβλιοθήκες γεμάτες με παπύρους που περιείχαν επιστημονικές, φιλοσοφικές, καλλιτεχνικές και κοινωνικές γνώσεις κάθε εποχής.
Σε αντίθεση με τον Ιουλιανό που σπούδασε φιλοσοφία στην Αθήνα μαζί με τον Βασίλειο και τον Γρηγόριο , που ήταν και φίλοι του.
Οταν οι φανατικοί, μετά την αποκατάσταση του χριστιανισμού σαν επίσημη θρησκεία, κατέστρεφαν τους αρχαίους ναούς που συνυπήρχαν με τους νεοχριστιανικούς, ο Ιουλιανός παρενέβαινε και καλούσε τους επισκόπους της περιοχής να αναστηλώσουν και αποκαταστήσουν ότι κατέστρεφαν.
Πέτυχε έτσι να του αποδοθεί το προσωνύμιο του Παραβάτη από τους επικρατούντες χριστιανούς.
'Ηδη επί αυτοκράτορος Κωνσταντίνου, όμως, πολιτικοί κυρίως λόγοι που σχετίζονταν με το ομόθρησκον της αυτοκρατορίας ώθησαν σε απεριόριστη σχεδόν εξέλιξη το Χριστιανισμό.
Η διαμόρφωση του Πιστεύω στη Σύνοδο της Νίκαιας (325), και οι πολύ καλές σχέσεις του Κωνσταντίνου με την Εκκλησία -θεωρούσε εαυτόν pontifex maximus της νέας θρησκείας- σχηματοποίησαν την ιδέα της ένωσης Εκκλησίας και Κράτους, γεγονός που προφανώς επηρέασε και το Δίκαιο.
Το Βυζάντιο που κάποιοι αφελώς ταυτίζουν με τον Ελληνισμό, δεν είχε καμία σχέση μαζί του.
Το Βυζάντιο ήταν ένα συνοθύλευμα ρωμαικής αυτοκρατορικής διοίκησης, χριστιανικής θρησκευτικής δομής, με επίδραση και παρέμβαση παντού και αρχαιοελληνικού τρόπου σκέψης (σαν τεράστια φιλοσοφική "περιουσία" ).
Η επίδραση της εκκλησίας στα τεκταινόμενα ,άρχισε αμέσως.
Ήδη από την εποχή του Κωνσταντίνου η εκκλησία απέκτησε το δικαίωμα να τιμωρεί με ποινές αστικού δικαίου τους αιρετικούς, αντιμετωπίζοντας το αδίκημα της αίρεσης ως έγκλημα.
Πριν από το κλείσιμο του 4ου αιώνα τουλάχιστον δεκαεπτά έδικτα κατηύθυναν τους δικαστές να τιμωρούν τους αποστάτες του Χριστιανισμού.
Οι ποινές περιελάμβαναν συνήθως δήμευση της περιουσίας και αποκλεισμό από δημόσιες θέσεις, ενώ οι κατηγορούμενοι απειλούνταν με διαπόμπευση και εξορία.
Την ίδια πολιτική φυσικά ακολούθησε και ο Ιουστινιανός, ο οποίος μάλιστα έδωσε ισχύ νόμου στους κανόνες των τεσσάρων οικουμενικών συνόδων.
Στην Κωνσταντινούπολη, για παράδειγμα, αρκετοί Μανιχαίοι μετά από ανάκριση θανατώθηκαν με τις μεθόδους της πυράς και του πνιγμού ενώπιον του αυτοκράτορα, κατόπιν εξαντλητικής ανάκρισης με τη δικαιολογία του σφετερισμού της αυτοκρατορικής εξουσίας.
Κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα οι αξιώσεις της χριστιανικής ιεραρχίας στην κοσμική δύναμη αυξήθηκαν πολύ και η πρωτόγονη απλότητα της συμπεριφοράς των Χριστιανών χάθηκε ανεπίστρεπτα.
Χάρη στις δωρεές η εκκλησία απέκτησε τεράστια περιουσία και ο κλήρος εισέβαλε στις λόγιες τάξεις, αναλαμβάνοντας υψηλές θέσεις στην αυτοκρατορική αυλή.
Η χριστιανική αγαθοεργία όχι μόνον αναγνωρίστηκε ως καθήκον, αλλά έγινε και συρμός, ένα πάθος των ανώτερων τάξεων που κατασπαταλούσαν τον πλούτο σε δωρεές στην εκκλησία.
Οι magistrates των πόλεων συνεργάζονταν εν γένει αρμονικά με τους επίσκοπους, που έγιναν σταδιακά υπολογίσιμοι λειτουργοί της municipia.
Η εκκλησία υποστήριζε επίσης την πολιτική δύναμη εκείνων που θεωρούσε φίλους της και επεδίωξε τη συμμετοχή της στο διοικητικό σύστημα.
Τούτο είχε ως αποτέλεσμα τη συμπερίληψη της εκκλησίας στη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης και τη σταδιακή εξύψωση της πολιτικής του δύναμης.
Ο θρησκευτικός φανατισμός ήταν άγνωστος στη αρχαία Ρώμη και στην αρχαία Αθήνα.
Αυτόν τον εισήγαγαν οι πρώτοι χριστιανοί , που είχαν την ίδια νοοτροπία με τους σημερινούς μουσουλμάνους φονταμενταλιστές.
Στρατιώτες ενός θεού που δεν ανέχεται άλλη εξουσία και αλήθεια.
Ποτέ πριν στη ιστορία δεν έχουμε θρησκευτικούς πολέμους, σταυροφορίες και απάνθρωπες γενοκτονίες παρά μόνο μετά την αποκατάσταση του χριστιανισμού σε επίσημη θρησκεία της ρωμαικής αυτοκρατορίας
Η επικράτεια του Ελληνα ήταν ο νους, αυτός καθόριζε την εθνική του συνείδηση, γονιμοποιώντας την οικουμένη.
Δημιούργησε την πνευματική "παράδοση" που καμία δύναμη όσο κακόποιστη κι αν είναι δεν μπορεί να καταλύσει
Αλλωστε,
είναι γνωστό επίσης ότι η εκκλησία επιδίωξε να προσεταιριστεί τους αρχαίους σοφούς, αυτούς τουλάχιστον που δεν μπόρεσε να θάψει, παραποιώντας την σκέψη τους σύμφωνα με τις δικές της επιδιώξεις.
Γι αυτό δανείστηκαν ρητορικά σχήματα, αν και πολέμιοι της κλασσικής παιδείας.
Μήπως στα σχολεία δεν διδάσκεται ακόμη, ότι η αρχαιότητα παρέδωσε στο βυζάντιο την σκυτάλη του πολιτισμού;
Ο χριστιανισμός όμως ακολουθεί τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό όπως η νύχτα την ημέρα.
Η θεολογία αναιρεί την φιλοσοφία.
Η πρώτη απαντά σε όλα , η δεύτερη ξέρει κυρίως να ρωτά (Β.Αλεξάκης)
Ηταν η αρχή για την μέχρι σήμερα διατήρηση της ισχύος της.
Μια ισχύ που της επέτρεψε να αρνείται την πραγματικότητα και να προσαρμόζει την ιστορία στα δικά της μέτρα και σταθμά , να μαζεύει αμύθητη περιουσία και να διευρύνει τις εξουσίες της.
(τί εξυπηρετεί η δημιουργία των τεράστιων συγκροτημάτων του Αγ. Όρους και άλλων μονών με τεράστια περιουσία ; είναι μήπως για τις ανάγκες κάποιων που αποφάσισαν να ακολουθήσουν τον ασκητισμό; των αναχωρούντων δηλαδή από τον κόσμο; που διαμέσου συνεχούς προσευχής επιδιώκουν την προσέγγιση του πνεύματός τους με το Θεό; έχει ανάγκη ο μοναχός που αλλάζει όνομα, ενδυόμενος το ράσο, παραιτούμενος από την όποια προσωπική του περιουσία και αφιερώνεται ολοκληρωτικά στο Θεό τα τζίπ,τα ακίνητα, τα βατοπαίδια;)
Και για να μην ξεχνιόμαστε ποια εκτίμηση είχαν για τα απομεινάρια του αρχαιοελληνικού πολιτισμού αιώνων.
Αυτοί που με τις αγιαστούρες τους ευλόγησαν και την έναρξη λειτουργίας του Μουσείου (άλλωστε όλα τα ευλογάνε)
τον 6ο αιώνα είχαν μετατρέψει τον Παρθενώνα σε ναό της του Θεού Σοφίας και αργότερα σε Παναγίας Αθηνιώτισσας, το Ερεχθείο σε ναό του Χριστού Σωτήρος, απολαξεύοντας μετόπες με αρχαιοελληνικές παραστάσεις και κατασκευάζοντας άμβωνα στη θέση του αγάλματος της Αθηνάς, ενώ τον 12ο αιώνα προσέθεσαν και καμπαναριό.
Αυτά πρίν το 1687, όταν ο βενετός στρατάρχης Μοροζίνι τον συντρίψει με τα κανόνια του καθώς οι τούρκοι τον χρησιμοποιούσαν σαν πυριτιδαποθήκη και αργότερα (1902-1812) όταν τα συνεργεια του Έλγιν αποσπούσαν , διαμελίζοντας τον γλυπτό διάκοσμο που είχε απομείνει.
1 σχόλιο:
ο διασυρμός του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού ήταν συνεχής και συστηματικός.
Κ.ΠΑΤ.
Δημοσίευση σχολίου